Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

“Octavius”, τo πλοίο-φάντασμα

 

Το 1761 το πλοίο “Octavius” αγκυροβόλησε στο Λονδίνο προκειμένου να φορτώσει εμπόρευμα και να σαλπάρει για την Κίνα.

Στο πλοίο επιβιβάστηκε το πλήρωμα, ο καπετάνιος, η γυναίκα του και ο γιος τους. Έφτασαν με ασφάλεια στην Κίνα, όπου ξεφόρτωσαν το φορτίο και λίγο αργότερα ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής.

Ο καιρός ήταν εξαιρετικά ζεστός και οι θερμοκρασίες υψηλές, γι’ αυτό ο καπετάνιος αποφάσισε να κατευθυνθεί στη Βρετανία από το “Βορειοδυτικό Πέρασμα” ένα θαλάσσιο δρόμο στον Αρκτικό Ωκεανό, όπου το πλοίο θα έπλεε ανάμεσα σε μεγάλα κομμάτια πάγου, όμως θα έφτανε γρηγορότερα στη Βρετανία. Εκείνα τα χρόνια, ο συγκεκριμένος θαλάσσιος δρόμος ήταν αχαρτογράφητος και δεν είχε εξερευνηθεί από τους θαλασσοπόρους. Το “Octavius” άλλαξε πορεία με εντολή του καπετάνιου και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Το πλοίο και οι ναύτες εξαφανίστηκαν για πάντα.

 

Το παγωμένο πλήρωμα

Μετά από 14 χρόνια, το φαλαινοθηρικό Herald έπλεε ανοικτά των ακτών της Γροιλανδίας, όταν εντόπισε το πλοίο Octavius να πλέει ακυβέρνητο στη θάλασσα. Τα πανιά του είχαν σχιστεί και το πλοίο βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση. Ο καπετάνιος του Herald διέταξε τους ναύτες του να ανέβουν στο πλοίο και να το ερευνήσουν. Το κατάστρωμα ήταν ερημωμένο, δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο αμπάρι, όπου έμειναν έκπληκτοι με το θέαμα που αντίκρισαν. Τα 28 μέλη του πληρώματος ήταν παγωμένα από το πολικό ψύχος. Μια γυναίκα είχε παγώσει αγκαλιά με τον παιδί της, τυλιγμένη με την κουβέρτα. Ο καπετάνιος ήταν καθισμένος στο γραφείο του, παγωμένος με το στυλό στο χέρι του. Οι ναύτες έφυγαν τρέχοντας από το πλοίο. Το μόνο που πήραν μαζί τους ήταν το ημερολόγιο του καπετάνιου, από το οποίο είχαν χαθεί μερικές σελίδες.

 

Στο ημερολόγιο ο καπετάνιος είχε καταγράψει το δύσκολο ταξίδι στον Αρκτικό Ωκεανό.

Όπως έγραφε, έφτασαν στο βορειοδυτικό πέρασμα, όπου το πλοίο εγκλωβίστηκε στους πάγους της Αρκτικής. Η τελευταία καταγεγραμμένη του θέση ήταν 250 μίλια βόρεια της Αλάσκας.

 

Το πλοίο πρέπει να έμεινε εγκλωβισμένο στον πάγο για αρκετό διάστημα, με αποτέλεσμα το πλήρωμα να πεθάνει από το κρύο. Πιθανόν έμεινε στην ίδια θέση επί πολλά χρόνια.

Όταν απεγκλωβίστηκε οι άνεμοι πρέπει να το οδήγησαν προς τη Γροιλανδία, όπου βρέθηκε πολλά χρόνια αργότερα να πλέει ακυβέρνητο από το Χέραλντ.

Ο καπετάνιος του Χέραλντ θεώρησε ότι το πλοίο ήταν καταραμένο και πίστευαν ότι ήταν κακός οιωνός, γι’ αυτό το εγκατέλειψαν και συνέχισαν την πορεία τους.

 

Από τότε κανένας δεν είδε ξανά το “Οctavius”. Σύμφωνα με τον μύθο, ο καπετάνιος είχε παίξει στον τζόγο ότι θα κατάφερνε να επιστρέψει γρήγορα από την Ανατολή μέσω Βορειοδυτικού Περάσματος στην Αγγλία. Αργότερα, ένας συγγραφέας είχε υποστηρίξει ότι το πλοίο ήταν το ίδιο με το “Γκλοριάνα” το οποίο είχε βρεθεί από τον καπετάνιο Τζον Γουόρενς, που είχε αναφέρει ότι το πλήρωμα του ήταν παγωμένο επί 13 χρόνια.

Οι χρονολογίες και η ιστορία των δύο πλοίων ταίριαζαν, όμως δεν ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθεί, καθώς είχαν εξαφανισθεί. Το “Octavius” δεν εντοπίστηκε ποτέ ξανά και σήμερα αποτελεί έναν συναρπαστικό ναυτικό θρύλο.

mixanitouxronou.gr

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Το Θαύμα της Σπιναλόγκας

 Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 1 άτομο

1935 Ο ΠΑΠΑΣ ΤΩΝ ΛΕΠΡΩΝ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ
Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
.
- Παπά, θα κάτσω στην Λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.
Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι χανσενικοί στο τέλος της Λειτουργίας κι είδαν τον παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Ιερή Πρόθεση να κάνει την κατάλυση.
.
Πέρασε μήνας. Οι χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θα ’ρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναΐσκου.
Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκα" συνέβαινε ξανά και ξανά.
To 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ο ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά το θάνατό τους.
Ιδού, λοιπόν, ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, που δεν τιμήθηκε για το έργο του από κανέναν, και που -αν προσέξατε- δεν παραθέσαμε το όνομά του γιατί απλά δεν το γνωρίζουμε! Όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να το βρω. Το γνωρίζει όμως -σίγουρα- ο Θεός! Κι αυτό μας αρκεί!
Υστ: Πατήρ Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης.
 
πηγη Facebook

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Μιά μερίδα πατατάκια φουλ αλάτισμένα για εκδίκηση

 


Γνωρίζατε ότι το πιο δημοφιλές σνακ στον κόσμο, το πατατάκι, γεννήθηκε από μία απογοήτευση; Η ιστορία ξεκινά το 1853 στο Saratoga Springs της Νέας Υόρκης, στο εστιατόριο "Moon's Lake House", όπου ο George Crum, ένας λαμπρός σεφ Αφροαμερικανικής καταγωγής, έκανε όνομα με τις μαγειρικές του ικανότητες.
Μια μοιραία μέρα, ένας ιδιαίτερα επιλεκτικός πελάτης παραπονέθηκε ότι οι τηγανιτές πατάτες του Crum ήταν πολύ χοντρές και μουσκεμένες. Αποφασισμένος να δώσει ένα μάθημα σε αυτόν τον επισκέπτη, ο Crum έκοψε άλλες πατάτες λεπτές, τις τηγάνισε και τις αλάτισε πολύ. Προς έκπληξή του, ο πελάτης τις λάτρεψε και σύντομα όλοι ήθελαν να δοκιμάσουν από τα "Saratoga Chips" του Crum. "
Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι ο George Crum δεν κατοχύρωσε ποτέ με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τη δημιουργία του, ούτε έκανε μια περιουσία από αυτό. Αντ' αυτού, το πατατάκι έγινε τοπική αίσθηση, εξαπλώθηκε πέρα από τη Νέα Υόρκη και εξελίχθηκε στο σνακ που γνωρίζουμε σήμερα. Παρά ταύτα, ο Crum συνέχισε να εργάζεται στο "Moon's Lake House", ανοίγοντας τελικά το δικό του εστιατόριο, όπου πλούσιοι και διάσημοι θα έρχονταν να απολαύσουν τις πατάτες του.
Η συμβολή του Crum στην ιστορία της μαγειρικής είναι μια υπενθύμιση ότι ακόμα και οι μικρές μας πράξεις μπορούν να έχουν διαρκή επίδραση. Την επόμενη φορά που θα φάτε πατατάκι, θυμηθείτε τον ευφυή σεφ που μετέτρεψε ένα παράπονο σε μια εμβληματική δημιουργία που εξακολουθεί να αγαπιέται παγκοσμίως, πάνω από 170 χρόνια μετά.
(Στην φωτογραφία πορτραίτο του George Crum, του δημιουργού των chips με τη σύζυγό του!)
ΠΗΓΗ facebook 

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Ο Σαλής απ'τα Χανιά


 
Ο Σαλής ήταν μια από τις γνωστότερες φυσιογνωμίες της πόλης των Χανίων τον περασμένο αιώνα. Ήταν απόγονος μαύρων εργατών ή χαλικούτηδων από την εποχή της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη, καταγόμενος από το Σουδάν ο οποίος δε θέλησε να εγκαταλείψει τα Χανιά κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και έτσι παρέμεινε στην πόλη, όπου έγινε ευρέως γνωστός για την εργατικότητα, την εγκαρδιότητα και την καλοψυχία του.
Υπήρξε ένας αγαθός γίγαντας πολύ αγαπητός στους Χανιώτες. Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι με την αδελφή του. Κάποια στιγμή έκαναν απέλαση σε πολλούς ξένους από τα Χανιά Ανάμεσα τους και ο Σαλής, ο οποίος όταν ανοίχτηκε το καράβι βαθιά έπεσε στη θάλασσα κ κολυμπώντας γύρισε
«Αυτή είναι η πατρίδα μου» έλεγε. Και τελικά παρέμεινε για πάντα στα Χανιά.
Στα χρόνια της μεγάλης φτώχειας έκανε μια πράξη που τίμησε την ανθρωπιά, που έμεινε στην καρδιά του κόσμου. Αγόραζε, με τα λίγα χρήματα που έβγαζε, τρόφιμα (ρύζι, μακαρόνια, ζάχαρη) και τα έδινε σε έναν νεαρό φίλο του με ποδήλατο.
«Πήγαινε σε εκείνο το σπίτι, άφησε στην πόρτα αυτήν την τσάντα και πρόσεξε να μη σε δουν» έλεγε στο μικρό αγόρι, δίνοντας του το σχετικό πουρμπουάρ. Γιατί έτσι προστάτευε την αξιοπρέπεια εκείνου που είχε την ανάγκη.
Το πρωί, η κάθε φτωχή γυναίκα έβρισκε στην πόρτα της έναν θησαυρό. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, κανένας δεν ήξερε ποιος είναι ο ευεργέτης.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, γύρω στο 1967, κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Μοίρασε τα χρήματα σε δύο ορφανά κορίτσια, σαν προίκα για να παντρευτούν.
Πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου 1967 στο δωμάτιό του επί της οδού Θεοτοκοπούλου την ώρα που κοιμόταν και τον βρήκαν δυο μέρες μετά.
Η Εκκλησία είχε ένα πρόβλημα. Επειδή ήταν μουσουλμάνος, δεν μπορούσαν να τον κηδέψουν σε χριστιανικό νεκροταφείο. Τότε οι Χανιώτες ξεσηκώθηκαν -προς τιμήν τους- και τον κήδεψαν δημοσία δαπάνη στο Κοιμητήριο του Αγίου Λουκά (εκεί βρίσκεται ακόμα ο τάφος του) και έγραψαν πάνω στο μάρμαρο:
"Ας ήταν μαύρη η μορφή σου. Μ’ από το χιόνι πιο λευκή ήτανε η ψυχή σου. Καλό ταξίδι».
Τα παιδιά τον αγαπούσαν γιατί τα υπολόγιζε και τους έδινε σοκολάτες και καραμέλες. Εκείνο το βράδυ έκλεψαν ένα ποδήλατο και το έβαλαν στον τάφο του, «για να πηγαίνει βόλτες» είπαν οι μικροί του φίλοι.
Στη σελίδα “Χανιά Παλιές Φωτογραφίες – Hania Old Photos” δημοσιεύτηκε μία σπάνια φωτογραφία του Σαλή από το 1960 δίπλα σε ένα άρρωστο παιδί στο νοσοκομειο!

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Οχι! Αυτή τη φορά δεν θα ταξιδέψουμε με το πλοίο

 


Η Τζένη ήταν η γάτα μασκότ του Τιτανικού, που βρισκόταν στο πλοίο για να βοηθήσει στην καταπολέμηση των τρωκτικών. Έμενε στη γαλέρα του πλοίου ( δηλαδή στον χώρο ανάμεσα στη θάλασσα και τα κάγκελα του πλοίου) όπου τη φρόντιζε ένας ναύτης ονόματι Jim Mulholland.
Κατά τη διάρκεια των θαλάσσιων δοκιμών, η Τζένη γέννησε γατάκια και ο Τζιμ τους βρήκε ένα άνετο μέρος δίπλα στη γαλέρα του πλοίου. Η φροντίδα για τη μητέρα γάτα και τα γατάκια της διέλυσε τη μονοτονία της δουλειάς του Τζιμ να προετοιμάζει τον Τιτανικό για την απόπλευση.
Η Τζένη φαινόταν ικανοποιημένη με τη ζεστή θέση αυτής και των μωρών της κοντά στον λέβητα και με τα πλούσια υπολείμματα από την κουζίνα που της έφερνε ο Τζιμ.
Ωστόσο, μόλις το πλοίο έδεσε στο Σαουθάμπτον της Αγγλίας, λίγο πριν ξεκινήσει το παρθενικό του ταξίδι προς στη Νέα Υόρκη, η Τζένη κοίταξε περίεργα το περιβάλλον της και αμέσως άρχισε να αρπάζει τα γατάκια της ένα - ένα από το λαιμό και να τα μεταφέρει έξω από το πλοίο.
Ο Τζιμ την παρακολούθησε προσεκτικά και συνειδητοποίησε ότι...«αυτή η γάτα πρέπει να ξέρει κάτι που κανείς άλλος δεν ξέρει!». Στη συνέχεια μάζεψε γρήγορα τα λίγα υπάρχοντά του και έφυγε και από το πλοίο.
Χρόνια αργότερα, η εφημερίδα Irish Road δημοσίευσε την ιστορία της Τζένη αφού ένας δημοσιογράφος μίλησε με έναν πολύ ηλικιωμένο άνδρα - τον Τζιμ, ο οποίος του αφηγήθηκε την ιστορία.
Τόνισε εμφατικά ότι επέζησε χάρη στη γάτα και τα γατάκια της που τον "προειδοποίησαν".
 
 https://www.facebook.com/groups/1514551978851407/?hoisted_section_header_type=recently_seen&multi_permalinks=3398082797164973

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Μιά γροθιά στα μούτρα της Ναζιστικής Γερμανίας

 


Ο κύριος της φωτογραφίας λεγόταν Αντώνης Χριστοφορίδης και γεννήθηκε το 1917(26/5) στη Μερσίνα της Μικράς Ασίας.
Το 1922 η οικογένεια του έχασε 7 μέλη στα ερείπια της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η μητέρα του (ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στο μικρασιατικό μέτωπο) , ο ίδιος και τα αδέρφια του εγκαταστάθηκαν στους Αμπελόκηπους.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του στην πρώιμη παιδική του ηλικία, αναγκάστηκε να δουλέψει ως υπάλληλος σε αθηναϊκό ξενοδοχείο (μετέφερε βαλίτσες), ενώ, παράλληλα, παρακολουθούσε μαθηματα στο νυκτερινό σχολείο του "Παρνασσού".
Για να μπορεί να αντιμετωπίζει τους παλικαραδες της εποχής, γράφτηκε στη σχολή πυγμαχίας του Αγαθοκλη Μπάρκα, που λειτουργούσε σε ένα υπόγειο της οδού Ασκληπιού.
Πολυ γρήγορα το ταλέντο του έλαμψε και το 1934 έφυγε στη Γαλλία, όπου ξεκίνησε μια τρομερή αθλητική διαδρομή.
Πρωταθλητης Ευρωπης το 1938, παγκόσμιος πρωταθλητης το 1941 νικωντας τον Ιταλοαμερικανο Μπετινα στις Η.Π.Α. (με τις αμερικανικές εφημερίδες να γράφουν ότι οι Έλληνες νικάνε τους Ιταλούς και στα βουνά της Αλβανίας και στα ρινγκ της Νέας Υόρκης), τελείωσε την καριέρα του το 1947 έχοντας κατακτήσει συνολικά 5 επαγγελματικούς τιτλους στα ελαφρά και μεσαία βάρη.
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του ήρθε τον Ιανουάριο του 1938, στο Σπορτ Πάλας του Βερολινου.
Μπροστά σε ένα ηλεκτρισμενο κοινό 20.000 φανατισμενων θεατών αντιμετωπίζει τον θηριώδη Gustav Eder, ένα από τα καμάρια της χιτλερικής Γερμανίας, αήττητο για 7 χρόνια σε όλα τα ευρωπαϊκά ρινγκ.
Ο ίδιος ο Χίτλερ παρακολουθεί τον αγώνα παρέα με τον θρυλικό Γερμανό πυγμάχο Μax Schmelling.
Ο Δημήτρης Παπακώστας, νεαρός φοιτητής της ιατρικής στο Βερολίνο και ένας από τους ελάχιστους Ελληνες θεατές του αγώνα, είχε μεταφέρει στον δημοσιογράφο Δημήτρη Λυμπεροπουλο τις εντυπώσεις του από εκείνο τον αγώνα.
Ανέφερε ότι ο Μικρασιάτης δεν έχασε καμία στιγμή την ψυχραιμία του μέσα σε ένα γήπεδο γεμάτο από σβάστικες που "έβραζε" εναντίον του.
Έμεινε ακλόνητος σε όλους τους γύρους και στον τελευταίο στρίμωξε τον αντίπαλο του σφυροκοπωντας τον με γροθιές.
Με τη λήξη του αγώνα ο Eder ,του σήκωσε το χέρι πριν τον διαιτητή, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα του, ενώ στα μεγαφωνα δεν αναφέρθηκε καν το όνομα του, αλλά αναγγελθηκε με προφανή διάθεση απαξίωση ότι νίκησε "ο Έλληνας".
Ο Χίτλερ δεν ήταν ακόμα εκεί, είχε φύγει για να μη δει, λέει ο Παπακώστας, τη συντριβή του ιδεώδους της ναζιστικής φυλετικής ανωτερότητας από τον σχετικά μικροκαμωμενο μελαμψο Μικρασιατη.
Στην επιστροφή του Χριστοφοριδη στο Παρίσι, τον περίμεναν στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης ο δήμαρχος της πόλης και χιλιάδες Γάλλοι που τον σήκωσαν στα χέρια, αποθεωνονταs, τον άνθρωπο που συνέτριψε τη ναζιστική αλαζονεία δύο χρόνια αφού είχε συμβεί κάτι ανάλογο από τον Τζεσε Οουενς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936.
Πέθανε στις (19/10) του 1985 στη Γλυφάδα.
Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμου δεν έστειλε ούτε στεφάνι στην κηδεία του.
Όπως κι αν έχει, θα έχει πάντοτε την αξια του το γεγονός ότι ένας Μικρασιατης πρόσφυγας έδωσε στον ναζισμό ένα χρόνο πριν ξεκινήσει το αιματοκυλισμα της Ευρώπης αυτό που του ταίριαζε: μια γροθιά στα μούτρα.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

« Η Gillian δεν είναι άρρωστη, είναι απλά χορεύτρια!»

Η Gillian είναι ένα κορίτσι επτά ετών που δεν μπορεί να παραμείνει καθιστή στο σχολείο.
Σηκώνεται συνέχεια, αποσπάται η προσοχή της, πετάει με τις σκέψεις της και δεν μπορεί να παρακολουθήσει το μάθημα.
Οι δάσκαλοί της ανησυχούν, την τιμωρούν, την μαλώνουν, επαινούν τις λίγες φορές που παρακολουθεί καθιστή τα μαθήματα, αλλά τελικά, η κατάσταση δεν αλλάζει.
Η Gillian αδυνατεί να μείνει καθιστή και να παρακολουθήσει με προσοχή.
Η μητέρα της πιστεύει ότι δεν μπορεί να μην λάβει υπόψιν της τη συμπεριφορά της κόρης της. Γι’ αυτό και όταν αυτή επιστρέφει στο σπίτι, την μαλώνει και την τιμωρεί.
Λες και δεν έφταναν οι χαμηλοί βαθμοί, οι τιμωρίες και ο εξευτελισμός των συμμαθητών της στο σχολείο.
Κάποια ημέρα οι δάσκαλοι προσκαλούν τη μητέρα στο σχολείο.
Η μητέρα, φανερά λυπημένη, πιάνει την κόρη της από το χέρι και πηγαίνει στο σχολείο.
Οι δάσκαλοι τής μιλούν για μια διαταραχή που θεωρούν εμφανή στο μικρό κορίτσι.
Επειδή η μικρή δεν παρουσιάζει υπερκινητικότητα, δεν θεωρούν υποχρεωτικό να της χορηγήσουν κάποια αγωγή.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, φθάνει ένας μεγάλος σε ηλικία δάσκαλος που γνωρίζει την μικρή και την ιστορία της.
Ζητάει λοιπόν από όλους τους δασκάλους, αλλά και από την μητέρα, να πάει με το μικρό κορίτσι στο δίπλα δωμάτιο, απ’όπου θα μπορούν όλοι να τη βλέπουν.
Ενώ κατευθύνεται προς το δωμάτιο, λέει στη Gillian ότι θα επιστρέψουν σύντομα, της βάζει μουσική να παίζει στο ράδιο και βγαίνει από το δωμάτιο.
Η μικρή βρίσκεται μόνη της μέσα στο δωμάτιο και αρχίζει να χορεύει και να εκφράζεται μέσα από την καρδιά της, στους ήχους της μουσικής.
« Η Gillian δεν είναι άρρωστη, είναι απλά χορεύτρια!», λέει χαμογελώντας ο ηλικιωμένος καθηγητής μπροστά στους υπόλοιπους, που τον κοιτούν με έκπληξη, αλλά και συμπόνια. Προτείνει στη μητέρα της να την πάει σε μαθήματα χορού, αλλά και στους δασκάλους να την αφήνουν να χορεύει μια στο τόσο.
Όταν η μικρή επιστρέφει από το πρώτο της μάθημα χορού, λέει στη μητέρα της: «όλοι είναι σαν και εμένα, κανείς δεν μπορεί να παραμείνει καθιστός!».
Το 1981, έπειτα από μία επιτυχημένη καριέρα ως χορεύτρια, αφού άνοιξε τη δική της σχολή χορού και έλαβε διεθνή αναγνώριση για την τέχνη της, η Gillian lynne θα γίνει η χορογράφος του μιούζικαλ “Cats”.
-Ken Robinson...
Μια μεγάλη αγκαλιά προς όλα τα διαφορετικά παιδιά.. Εύχομαι να βρουν στο δρόμο τους ενήλικες που θα μπορέσουν να τα αποδεχτούν για αυτό που πραγματικά είναι και όχι για αυτό που τους λείπει….

 

“Octavius”, τo πλοίο-φάντασμα

  Το 1761 το πλοίο “Octavius” αγκυροβόλησε στο Λονδίνο προκειμένου να φορτώσει εμπόρευμα και να σαλπάρει για την Κίνα. Στο πλοίο επιβιβάστη...