Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Το επικό κατόρθωμα του Σάββα Γεωργίου


Ο πρώτος Έλληνας ωκεανοπόρος, που με τη σύζυγό του, διέσχισαν τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, με το μικρότερο σκάφος όλων των εποχών!!!!
Ο Σάββας Γεωργίου, το καλοκαίρι του 1956, πραγματοποίησε στα 36 του χρόνια ένα όνειρο ζωής, αφήνοντας έκπληκτο τον διεθνή Τύπο για τον άθλο του. Με αφετηρία τη Νέα Υόρκη, κατάφερε μέσα σε τρεις μήνες να περάσει τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο και να καταπλεύσει στη Ζέα του Πειραιά, με το μόλις 8.5 μέτρων σκάφος του, τη “Χαρά”, που θεωρήθηκε την εποχή εκείνη το μικρότερο σκάφος που πέτυχε ένα τόσο μακρινό ταξίδι.
Ο ριψοκίνδυνος θαλασσοπόρος, έκανε σχεδόν το ένα τρίτο της υδρογείου αν υπολογίσουμε και τις παρεκκλίσεις του ιστιοπλοϊκού, δηλαδή “όργωσε τις θάλασσες” για πάνω από 6.000 ναυτικά μίλια, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μία φορά μηχανή. Στο υπερατλαντικό αυτό ταξίδι είχε για βοηθό την σύζυγο του.
Η Σου, ήταν Αμερικανίδα, μόλις 22 ετών, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και εμπειρία στην ιστιοπλοία.
Το ζευγάρι είχε παντρευτεί μία εβδομάδα νωρίτερα και κατά κάποιο τρόπο απόλαυσε το πιο παράξενο αλλά και γοητευτικό ταξίδι του μέλιτος.
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και η μεγάλη του αγάπη για την θάλασσα τον έστρεψε γρήγορα στην ιστιοπλοΐα.
Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική και στις αρχές του ΄50, πήγε να εργαστεί ως ζωγράφος που ήταν και το κύριο επάγγελμα του. Γρήγορα ήρθε σε επαφή με Αμερικανούς άσσους της ιστιοπλοΐας και άρχισε να τους συναγωνίζεται. Ανακηρύχθηκε πρωταθλητής και κέρδισε πολλούς τίτλους στους αντίστοιχους τοπικούς αγώνες, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Σάββα.
Όταν ανακοίνωσε στους Αμερικανούς συναθλητές του την απόφαση του να διαπλεύσει τον Ατλαντικό και να φτάσει στην Ελλάδα, τον ειρωνεύτηκαν. Εκείνος δεν πτοήθηκε και άρχισε να μελετά τα σκάφη που είχαν οι πρώτοι θαλασσοπόροι που διέσχισαν ωκεανούς. Αμερικανοί τεχνίτες σχεδίασαν υπό την αυστηρή επίβλεψή του το σκαρί του σκάφους.
Τα σχέδια στάλθηκαν στη Νορβηγία, στα μεγάλα ναυπηγεία “Λάρσεν”, όπου και ναυπηγήθηκε το σκάφος. Το χειμώνα του 1955, η “Χαρά” ήταν έτοιμη, όπως ακριβώς την είχε φανταστεί. Στις 10 Ιουνίου του 1956, ο Σάββας και η Σου αποπλέουν από τη Νέα Υόρκη.
Ο ίδιος είχε πει για το ρίσκο της απόφασης του: «Δεν υποτιμούσα τον κίνδυνο.
Και ίσως οι αμφιβολίες που φώλιαζαν μέσα μου, ίσως αυτές να ήταν που φτέρωναν την τόλμη μου. Λέω «ίσως».
Δεν ξέρω. Ούτε κανείς άλλος θαλασσοπόρος θα μπορούσε να σας πει με βεβαιότητα ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος που τον σπρώχνει στο μεγάλο τόλμημα.
Το ταξίδι τους δεν ήταν εύκολο. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Υδρογραφικής Υπηρεσίας των Η.Π.Α., ο Ατλαντικός το καλοκαίρι του 1956 ήταν ο χειρότερος εκείνης της δεκαετίας, με καταγεγραμμένα πολλά ναυάγια και μάλιστα μεγάλων επιβατικών πλοίων γραμμής. Στη ζώνη του “Γκολφ Στριμ, τους έπιασε φοβερή τρικυμία.
Για έξι ολόκληρες ημέρες πάλευαν με τα κύματα και τελικά τα κατάφεραν.
Στις 28 Ιουλίου έφτασαν στο Γιβραλτάρ και πλέον ο τελικός προορισμός δεν φάνταζε μακριά.
Πρώτος σταθμός Ιθάκη, μετά Σαλαμίνα και τέλος Μαρίνα Ζέα στον Πειραιά.
Σήμερα στην μνήμη του θεσμοθετούνται αγώνες που φέρουν το όνομά του από πολλούς ιστιοπλοϊκούς συλλόγους.
Όταν κάποιοι τον ρώτησαν αν θα ήθελε να ξανακάνει ένα τέτοιο ταξίδι είχε πει: “Nαι θα’θελα! Θα’θελα πάλι να δω παλιούς φίλους στις Aζόρες και σ’άλλα μέρη που πέρασα. Tο ένα όνειρο που κάθε νέος θα μπορούσε να’χει, πραγματοποιήθηκε....Δεν έχω κανένα παράπονο απ’τη ζωή. Παντού και πάντα βρήκα αγάπη ή έστω συμπάθεια. Aυτό είναι που μετράει πιότερο.
Kι εσύ αναγνώστη που είχες την καλωσύνη και την υπομονή να διαβάσεις αυτό το βιβλίο, πήγαινε στη θάλασσα, αν δεν έχεις πάει ακόμη.
Θα λυτρωθείς. Aνάμεσα ουρανού και θάλασσας το μυαλό σου θα λαμπικάρει. Θα νοιώσεις ελεύθερος. Πήγαινε.…"
Πηγή Παλιά εικόνες και φωτογραφίες της Ελλαδος
 

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Ο Αφούσης ή Αντράς

 Ο «Αφούσης» είναι ένα τραγούδι που μας έρχεται από την Κάσο και αποτελεί κάτι σαν έναν τοπικό μύθο του νησιού. Ο Αφούσης ή Αντράς, που είναι παραφθορά του Αντρέας, πρέπει να ήταν υπαρκτό πρόσωπο και να έζησε στα μέσα του 1800. Η πραγματικότητα όμως συμπλέκεται με τον μύθο και τις δοξασίες του νησιού και έτσι σήμερα έχουμε διαφορετικές εκδοχές για την ζωή και την ιστορία του. Οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι ο Αντράς, πρέπει να ήταν ένας έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος έλειπε από το νησί και επέστρεψε σε αυτό μετά από κάποιο θλιβερό γεγονός που του συνέβη, επιδεικνύοντας όμως αλλόκοτη συμπεριφορά. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής. Χρησιμοποιούσε μια σπηλιά σαν σπίτι, ενώ είχε το συνήθειο να φοράει 6-7 καπέλα μαζί, κάτι που αποτυπώνεται και σε μία μοναδική φωτογραφία που φέρεται να τον απεικονίζει. Το γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα στιγμάτισε την ζωή του, ήταν ότι ευρισκόμενος στην Κρήτη είδε τους Τούρκους να σφάζουν τον πατέρα του μπροστά στα μάτια του. Ο Αφούσης ήταν από χρόνια ερωτευμένος με μια κοπελιά από το νησί, όμως μετά από την κατάσταση στην οποία περιήλθε, η οικογένεια της κοπελιάς αυτής την πάντρεψε με έναν ναυτικό. Ο ναυτικός λίγο μετά τον γάμο τους χάθηκε σε κάποιο ναυάγιο και έτσι η κοπέλα έμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή της χήρα. Κατά καιρούς όταν επανερχόταν η μνήμη του Αφούση και θυμόταν το αίσθημά του, ξεροστάλιαζε έξω από το κονάκι της. Η χήρα βλέποντας τον σε αυτή την τραγική κατάσταση, τον λυπόταν και πολλές φορές του πρόσφερε ένα πιάτο ζεστό φαί. Πάντα με το φόβο μην την δει κανένα κακό μάτι από την γειτονιά και αρχίσουν τα σχόλια. Ο Αφούσης πολλές φορές επέμενε να την δει και όταν βράδιαζε και αυτή δεν ανταποκρινόταν, για να του ανοίξει την πόρτα της ξεκίναγε τις μαντινάδες… “(Β)άλε φωδιά στο λύχνο σου, να φέξ’ η κάμαρή σου… Αντράς, κερά μου στέκεται ομπρός εις την αυλή σου…” Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανέναν και γνώριζε όλους τους κατοίκους του νησιού ξεχωριστά. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον επιζητούσαν πάντα στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας την ευθυμία τους. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…». Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιός είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα: «Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…».  Ο Αντράς, αξιώθηκε να φτάσει σε μεγάλη ηλικία και όταν αρρώστησε βαριά και πέθανε, λέγεται πως ποτέ νεκρός δεν συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία. Ο λαός της Κάσου όχι μόνο τον αγάπησε, αυτόν τον “τρελό του χωριού” της, αλλά για να τον θυμάται διέσωσε και κάποιους από τους στίχους που ο ίδιος συχνά χρησιμοποιούσε στους λόγους του.... Ένα παπόρι έρχεται, να το πω να μην το πω (×2)  Κι είναι κοντά να αράξει (×2)  Βρε αφούση βρε Αντρά  Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά  Και φέρνει της αγάπης μου  Να το πω να μην το πω (×2)  Βρε ποκάμισο να αλλάξει (×2)  Βρε αφούση βρε Αντρά  Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά  Εγέρασα και δε μπορώ  Να το πω να μην το πω (×2)  Τις νύχτες να γυρίζω (×2)  Βρε αφούση βρε Αντρά  Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά  Και τις ψηλομελαχρινές  Παλλαρέ δυο τρεις φορές  Και τις ψηλομελαχρινές  Παλλαρέ δυο τρεις φορές  Να τις καλησπερίζω  Βρε να τις καλαφατίζω  Βρε αφούση βρε Αντρά  Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά  'ναψε κυρά το λύχνο σου  να το πω να μην το πω (2x)  βρε και βαλε του και λα'ι (2x)  Βρε αφούση βρε Αντρά  Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά  κι άσε την πόρτα σου ανοιχτη  να το πω να μην το πω (2x)  βρε κι εγώ θα ρθω το βρα'ι (2x)  Βρε αφούση βρε Αντρά  Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά Εδώ, από την μουσική κομπανία του Φλοίσβου στην Πάτμο!

« Η Gillian δεν είναι άρρωστη, είναι απλά χορεύτρια!»

Η Gillian είναι ένα κορίτσι επτά ετών που δεν μπορεί να παραμείνει καθιστή στο σχολείο. Σηκώνεται συνέχεια, αποσπάται η προσοχή της, πετάει ...