Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Το τέλος του Νικήτα Σταματελόπουλου ( Νικηταρά Τουρκοφάγου)



Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 πεθαίνει τυφλός και πάμφτωχος στον Πειραιά ο Ενδοξότερος και Ευγενέστερος όλων των αγωνιστών του 1821, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο θρυλικός Νικηταράς.
Για τους Έλληνες είναι ο ξακουστός Τουρκοφάγος, ενώ για τους συμπολεμιστές του ήταν ο φτωχός Νικήτας, Αγνός και Ανιδιοτελής που ποτέ δεν καταδέχθηκε να πάρει λάφυρα. Όπως έγραψε ο Γεώργιος Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη : «Ο Νικήτας επατούσε τον χρυσόν δια να κυνηγήσει τον εχθρόν, ευχαριστούμενος να ονομάζηται πένης ένδοξος παρά πλούσιος άδοξος».
Μετά την Επανάσταση, όταν ο Νικηταράς ρωτήθηκε γιατί δεν πήρε ποτέ του λάφυρα και ζει τώρα σε τόση φτώχια, απάντησε αυστηρά : «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω Καπετάνιος. Και δεν θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το Καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!».

Για την Βαυαρική ακρίδα ο Νικηταράς ήταν παραπάνω από επικίνδυνος. Όχι μόνο γιατί είχε σταθεί ολόψυχα στο πλευρό του Καποδίστρια, αλλά γιατί στο πρόσωπό του οι Έλληνες έβρισκαν ακόμα το Ηρωικό τους Ίνδαλμα που ενσάρκωνε την Τιμή και την Υπερηφάνεια τους.
Τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν, υποβάλλοντάς τον σε φρικαλέα βασανιστήρια. Όταν η μικρότερη κόρη του, είδε να φέρνουν τον Πατέρα της με καταματωμένα ρούχα με φορείο στο δικαστηρίο, έχασε τα λογικά της και από τότε παραληρούσε λέγοντας : «ωραία που σου παν’ τα κόκκινα Πατέρα μου».

Επέστρεψε τυφλός από την εξορία και του έδωσαν μόνο μία άδεια επαιτείας για να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή απόγευμα έξω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά. Ο Ημίθεος των Δερβενακίων στέκονταν ρακένδυτος και τυφλός κάθε Παρασκευή απόγευμα στο προαύλιο της εκκλησίας και ζητιάνευε.

Το ξημέρωμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849, η Υπέροχη Καρδιά του Νικηταρά σταμάτησε να χτυπά. Στη διαθήκη του άφηνε μόνο το σπαθί του στο γιό του Γιάννη και την τελευταία του επιθυμία "να ταφεί δίπλα στο θείο του τον Κολοκοτρώνη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών".

Την ημέρα της κηδείας συνέβη το αναπάντεχο. Οι παλιοί συμπολεμιστές του που είχαν σηκώσει αρχικά τη σορό, την παρέδωσαν στους αμέτρητους ανώνυμους Έλληνες που προσφέρονταν εθελοντικά να σηκώσουν στις πλάτες τους τη σορό του Νικήτα. Χιλιάδες άνδρες, νέοι, γέροι και παιδιά σήκωσαν διαδοχικά τη σορό και έτσι, από πλάτη σε πλάτη, μεταφέρθηκε η σορός από τον Πειραιά μέχρι ... την Αθήνα, ενώ από τα μπαλκόνια των σπιτιών που περνούσε η τεράστια πομπή έπεφταν λουλούδια στο φέρετρο. Με αυτόν τον μεγαλειώδη και ανεπανάληπτο τρόπο, ένα ολόκληρο Έθνος σήκωσε στις πλάτες του και ξεπροβόδησε στην Αιωνιότητα αυτόν τον Υπέροχο άνδρα. Μόνο οι Έλληνες θα μπορούσαν να αποδώσουν τέτοια Τιμή σε ένα νεκρό και τέτοια Τιμή μόνο στο Νικηταρά θα μπορούσε να γίνει.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς που ήταν ο τάφος του και τί απέγιναν τα οστά του Νικηταρά. Όπως έγραψε ο ιστορικός Δημήτριος Καμπούρογλου που προσπάθησε το 1926 να βρει τον τάφο του Νικηταρά : «Οι Έλληνες ας παρηγορηθούν δισ της σκέψεως ότι διά τον Νικηταράν πάσα η Ελληνική Γή έχει ανοιχτές τις αγκάλας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

“Octavius”, τo πλοίο-φάντασμα

  Το 1761 το πλοίο “Octavius” αγκυροβόλησε στο Λονδίνο προκειμένου να φορτώσει εμπόρευμα και να σαλπάρει για την Κίνα. Στο πλοίο επιβιβάστη...