Προσπαθώντας να ξεχάσει τη Λίλι Μπρικ ο Μαγιακόφσκι ταξίδεψε στο Παρίσι. Εκεί, μια μέρα σ' ένα ιατρείο, συνάντησε την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μόλις 22 ετών τότε, και την ερωτεύτηκε.
Δεν είχαν τίποτε κοινό οι δύο τους. Η Τατιάνα, ανήκε στους "Λευκούς", ήταν αυτοεξόριστη, αέρινη κι εκλεπτυσμένη στους τρόπους, μεγαλωμένη, αναθρεμμένη σχεδόν, με τις ποιήσεις του Πούσκιν και του Τιούτσεφ, δεν μπορούσε να καταλάβει την αψίκορη ποίηση, τους οργισμένους στίχους του Μαγιακόφσκι, αυτού του ορμητικού «παγοθραυστικού» της νεαρής σοβιετικής ποίησης.
Γενικά, δεν μπορούσε να αποδεχθεί ούτε τα λόγια που της έλεγε στη σύντομη κοινή ζωής τους. Οργισμένος, παρορμητικός, πάντα κόντρα, όχι μόνο στο ρεύμα μα σε όλα, άνθρωπος που ζούσε σαν να μην υπάρχει αύριο, ο Μαγιακόφσκι τρόμαζε την Τατιάνα με το ασυγκράτητο πάθος του. Δεν την συγκινούσε ούτε η σκυλίσια του αφοσίωση, δεν την γοήτευε η δόξα και η φήμη του. Η καρδιά της παρέμενε αδιάφορη και κρύα απέναντί του.
Ο Μαγιακόφσκι, γύρισε μόνος του στην Μόσχα, καθώς αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Από αυτόν τον έρωτα, απέμεινε η πίκρα και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου στον Μαγιακόφσκι, ενώ σ’ εμάς κληροδότησε το μαγικό εκείνο ποίημα «Επιστολή στην Τατιάνα Γιακόβλεβα».
Σ’ εκείνη, απέμειναν τα λουλούδια. Ο Μαγιακόφσκι κατέθεσε όλα τα έσοδα που είχε από τις εμφανίσεις του στο Παρίσι σε μια τράπεζα, στο λογαριασμό ενός γνωστού ανθοπωλείου, με την εντολή, δύο έως τρεις φορές, κάθε εβδομάδα, να παραδίδουν στη Τατιάνα ανθοδέσμες από ασυνήθιστα λουλούδια, ορτανσίες, μαύρες τουλίπες, ορχιδέες και χρυσάνθεμα. Το ανθοπωλείο, με ευλάβεια ακολούθησε τις εντολές του Μαγιακόφσκι και κάθε φορά έστελνε πανέμορφα μπουκέτα λουλουδιών. Ο άνθρωπος που τα παρέδιδε, μπροστά στην πόρτα της, έλεγε πάντοτε την φράση: «Από τον Μαγιακόφσκι».
Το 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε. Η είδηση τη συγκλόνισε, κόντεψε να καταρρεύσει. Είχε πια συνηθίσει τις απρόσμενες εισβολές στη ζωή της, ήξερε πως παρόλο που ήταν μακριά της, έστελνε λουλούδια. Δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλο, μα και μόνο το ότι γνώριζε πως κάπου υπάρχει ένας άνθρωπος που την αγαπάει τόσο πολύ, ήταν καθοριστικός παράγοντας για την ισορροπία και την ζωή της.
Δεν ήξερε πλέον πώς θα τα καταφέρει, χωρίς αυτόν τον γεμάτο τρέλα έρωτα, τον ενσαρκωμένο στα λουλούδια. Ωστόσο, η εντολή που είχε λάβει το ανθοπωλείο, δεν ανέφερε τίποτα σχετικά με το τι θα πρέπει να γίνει στην περίπτωση θανάτου του ποιητή. Έτσι, την επομένη της αγγελίας του θανάτου του, η πόρτα χτύπησε κι ακούστηκε πάλι η φράση: «Από τον Μαγιακόφσκι».
Τα λουλούδια συνέχισαν να έρχονται, κατά τη δεκαετία του ’30 όταν πια είχε πεθάνει, αλλά και το 1940, όταν ακόμα και στην Ρωσία, τον είχαν λησμονήσει. Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η Τατιάνα κατόρθωσε να επιβιώσει, πουλώντας στο δρόμο τα λουλούδια που συνέχισαν να έρχονται. Χάρη στο κρυφό μα τόσο κραταιό «σ’ αγαπώ» που εισέπραττε με αυτά τα λουλούδια, σώθηκε από την πείνα.
Ήλθε η απελευθέρωση. Οι Ρώσοι μπήκαν στο Βερολίνο. Οι ανθοδέσμες συνέχιζαν να έρχονται. Έβλεπε τους ανθρώπους που έφερναν τα λουλούδια να γερνούν και να συνταξιοδοτούνται. Οι νεότεροι που αναλάμβαναν αυτή την αποστολή, ήξεραν πως βλέπουν ένα ζωντανό θρύλο και πάντα χαμογελώντας αλλά με σοβαρότητα συνωμοτικά έλεγαν: «Από τον Μαγιακόφσκι».
Η ιστορία αυτή κυκλοφορούσε σε διάφορους κύκλους της ρωσικής διασποράς αλλά και της σοβιετικής διανόησης επί δεκαετίες. Έτσι, όταν ο μηχανικός Αρκάντι Ρίβλιν βρέθηκε στο Παρίσι, θέλησε να επιβεβαιώσει την ιστορία που είχε ακούσει από την μητέρα του.
Η Τατιάνα Γιακόβλεβα ζούσε ακόμη και δέχτηκε με χαρά τον συμπατριώτη της, ένα απόγευμα. Συζητούσαν για ώρα πολλή πίνοντας τσάι.
Το μικρό άνετο σπίτι της ήταν γεμάτο λουλούδια. Ο νεαρός μηχανικός δεν ένιωθε άνετα να ρωτήσει τη Τατιάνα, αν ισχύουν όλα όσα λέγονται, σχετικά με τον έρωτα της νιότης της. Βασανίστηκε πολύ μέσα του, μα, στο τέλος δεν άντεξε και την ρώτησε, αν είναι αλήθεια πως τα λουλούδια του Μαγιακόφσκι της έσωσαν τη ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μήπως ήταν ένας ακόμη αστικός μύθος; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό τόσα χρόνια; Η Τατιάνα του απάντησε: Πιείτε το τσάι σας, με την ησυχία σας. Δεν πιστεύω να βιάζεστε...
Λίγες στιγμές αργότερα, χτύπησε το κουδούνι. Η Τατιάνα άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε μία μεγάλη ανθοδέσμη ιαπωνικών χρυσανθέμων. Ένας νεαρός άντρας είπε με στέρεα βαθιά φωνή: «Από τον Μαγιακόφσκι».
"Εγώ έτσι κι αλλιώς κάποτε θα σε πάρω,
είτε μονάχη σου
είτε μαζί με το Παρίσι.
ڿڰۣ✿ڿڰۣ
Владимир Владимирович Маяковский"
Χαριτίνης Ξύδη
Ο επίλογος ενός από την Επιστολή στην Τατιάνα Γιακόβλεβα (φωτογραφία) του Μαγιακόφσκι. Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου / Ημερολόγιο 2011 / Μεταίχμιο, 2010
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι ''Εφυγε'' σαν σήμερα 14 Απριλίου 1930
(Η ανάρτηση είναι από τον τοίχο του Konstantinos Mpourxas)
Η επιστολή :
Φιλώντας τα χέρια,
ή μήπως τα χείλη,
στο τρέμουλο του κορμιού
εκείνων που κοντά μου είναι
το κόκκινο
χρώμα
των δημοκρατιών μου
πρέπει
επίσης
να πυρπολήσω.
Δεν αγαπώ
του Παρισιού τον έρωτα:
το κάθε θηλυκό
με μεταξωτά στολίστε,
θα τεντωθώ, θα λαγοκοιμηθώ,
λέγοντας –
στάσου –
στα σκυλιά
του εξαγριωμένου πόθου.
Μόνο εσύ
έχεις το ίδιο μ’ εμένα
ύψος
στάσου δίπλα μου,
σαν δύο φρύδια ταιριαστά,
κι άσε με
τούτη τη σημαντική βραδιά
να σου μιλήσω
ανθρώπινα.
Πέντε η ώρα
κι από τότε
κόπασε
των ανθρώπων
ο αδιαπέραστος θόρυβος,
νέκρωσε
η πυκνοκατοικημένη πόλη
ακούω μόνο
τον καυγά με τα σφυρίγματα
από τα τραίνα της Βαρκελώνης.
Στον μαύρο ουρανό
ξεσπούν αστραπές,
της βροντής
οι βρισιές
στον ουράνιο δράμα,-
δεν είναι η θύελλα
μα απλά
η ζήλια κινεί τα βουνά.
Τα λόγια τα κενά
μην τα πιστεύεις,
μην τρομάζεις
από τούτο το τράνταγμα,
θα χαλιναγωγήσω,
θα δαμάσω,
τα αισθήματα
των απογόνων των αριστοκρατών.
Του πάθους η ιλαρά,
με ψώρα θα περάσει,
μα με χαρά
ανήκουστη,
για πολύ
απλά για πολύ
με στίχους θα μιλάω.
Η ζήλια,
οι γυναίκες,
τα δάκρυα..
ας πάνε στα κομμάτια! –
φουσκώνουν οι αιώνες,
την εποχή του ξωτικού.
Δεν είμαι μόνος μου,
μα εγώ
ζηλεύω
τη Σοβιετική Ρωσία.
Είδα
μπαλώματα στους ώμους,
το φθισικό τους
γλείφει αναστενάζοντας.
Και λοιπόν,
δεν φταίμε εμείς –
που εκατό εκατομμύρια
ζούσαν άσχημα.
Εμείς
τώρα
είμαστε τρυφεροί μ’ αυτούς-
με τον αθλητισμό
πολλούς δεν σώζεις,
εσείς μας
χρειάζεστε στην Μόσχα,
δεν έχει πολλές μακροπόδαρες.
Δεν ήσουν εσύ αυτή,
στα χιόνια
και στον τύφο
που ‘ρθες
με τούτα τα πόδια,
εδώ
στα χάδια
να τα δείχνεις
στα δείπνα
με τους πετρελαιάδες.
Μην νομίσεις
πως μισοκλείνοντας τα μάτια απλά
κάτω από τα ευθυγραμμισμένα τόξα.
Έλα εδώ,
τράβα στο σταυροδρόμι
των μεγάλων αδέξιων χεριών μου.
Δεν θέλεις;
Μείνει και ξεχειμώνιασε
κι αυτή
την προσβολή
θα την προσθέσουμε
στον γενικό λογαριασμό.
Έτσι κι αλλιώς
κάποτε
θα σε πάρω
να φύγουμε
είτε μόνη
είτε μαζί
με το Παρίσι.
Λατρεμένη εκπληκτική ιστορία <3
ΑπάντησηΔιαγραφή